- ξυστοβόλος
- ξυστοβόλος, -ον (Α)(για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυστοβόλον — ξυστοβόλος spear darting masc/fem acc sg ξυστοβόλος spear darting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)